Βρισκόμαστε στο χειμερινό ηλιοστάσιο. Ο ήλιος πήγε όσο πήγε, χαμηλά προς το Νοτιά και ξαναγύρισε στον ανήφορο προς το Βοριά. Πήρε να ψηλώνει σιγά-σιγά στον ουρανό, να φέρει πάλι τη ζεστασιά στη φύση, να βγουν από τη νάρκη τους τα φυτά και τα ζώα, να ανεβεί ακόμα μια φορά η Περσεφόνη απ’ τα σκοτάδια του Άδη «στου κόσμου το μπαλκόνι». Τα είχαν παραστήσει αυτά τα φυσικά φαινόμενα οι αρχαίοι λαοί και τα’χαν σηματοδοτήσει με θρησκευτικές γιορτές και λογής-λογής δοξασίες και μυθολογίες. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια μπορεί να τοποθετηθεί και η θέσπιση των Χριστουγεννιάτικων γιορτών. Ο μικρός Χριστός είναι μια αρχή, μια ελπίδα, μια αναγέννηση φυσική και πνευματική.
Η θρησκευτική γιορτή είναι μεγάλη και ο παμμέγιστος συμβολισμός της απαιτεί σοβαρή προετοιμασία ψυχική και υλική. Η νηστεία του σαραντάμερου προετοίμαζε πνευματικά τους Χριστιανούς, να υποδεχτούν τη θεία Γέννηση, σ' όλα τα δόγματα της χριστιανικής θρησκείας, η οποία παράλληλα με το πνεύμα ικανοποιεί και τη σάρκα, μια σάρκα απαιτητική, ύστερα μάλιστα από νηστεία τόσων ημερών. Η προνοητικότητα λοιπόν του τόπου μας ήταν η εκτροφή χοίρων και μνούχων, οι οποίοι σφάζονταν τα Χριστούγεννα.
Η τότε εκτροφή δεν είχε καμιά σχέση με τη σημερινή. Τότε και ο χοίρος και ο μνούχος ήταν ζώα οικόσιτα και ισότιμα μέλη της οικογένειας που μεγάλωναν με τα περισσεύματα και τα υπολείμματα του οικογενειακού σιτηρέσιου. Κατοικούσαν στις αυλές των σπιτιών και δεν ενοχλούσαν με τις φωνές και τις ακαθαρσίες τους. Μόλις πενήντα χρόνια πριν, δεν ήμασταν καθόλου μα καθόλου ρατσιστές! Και ο μεν χοίρος ήταν γνωστός σε όλον τον ελληνικό χώρο, ο μνούχος όμως απ' ό,τι ξέρω, ήταν δικό μας έθιμο, ταιριασμένο στη δομή της αγροτικής ζωής του τόπου μας. Μνούχος είναι παραφθορά της λέξης "ευνούχος". Παίρναμε δηλαδή από την Άνοιξη κιόλας ένα αρσενικό αρνάκι, το κάναμε με τη γνωστή μέθοδο ουδετέρου φύλου και το μαθαίναμε να είναι εξαρτημένο διατροφικά από την οικογένεια, την οποία ακολουθούσε στις καθημερινές αγροτικές μετακινήσεις. Ήταν το χαϊδεμένο μέλος της, ήταν το παιχνίδι των μικρών, ήταν μια αγάπη υποσχόμενη μπόλικο μοσχομυριστό κρέας τα Χριστούγεννα. Ο αμνός, ο σιτευτός, όπως και ο χοίρος, γινόταν τετράπαχοι και πεντανόστιμοι.
Η ευδαιμονία αυτών των ζωντανών διαρκούσε μέχρι την προπαραμονή των Χριστουγέννων. Με το ξημέρωμα εκείνης της ημέρας άρχιζε μια παράξενη κίνηση στο χωριό. Γρυλίσματα και εναγώνια βελάσματα ακούγονταν απ' τις αυλές των σπιτιών και τα παιδιά ήταν χαμένα απ' τους δρόμους, για να παρακολουθούν τη σφαγή των ζώων και να πάρουν τη φούσκα, που θα τη μετέτρεπαν σε παιχνίδι.
Τη βάζανε στάχτη, την τραβούσαν στο κριτσιέλ (χαλκά της πόρτας) για να μεγαλώσει, την έδεναν σ' ένα μασούρι (καλαμάκι) και τη φούσκωναν σαν μπαλόνι. Χρησιμοποιούσαν ό,τι προσφερόταν για παιχνίδι, όπως ο αστράγαλος των ποδιών των ζώων, για να παίζουν το Βεζύρη. Έτσι και η ουροδόχος κύστη των ζώων γινόταν μπαλόνι.
Ο εξολοθρεμός των χαϊδεμένων σιτευτών ζώων συμπληρωνόταν μέχρι το μεσημέρι. Μέχρι τότε κανένα δεν κατάφερνε να επιβιώσει. Γέμιζε το σπίτι κρέατα· άλλα για βράσιμο, άλλα για μπριζόλες, άλλα για λουκάνικα, άλλα για παστό χοιρινό κι άλλα για καβουρμά, που διατηρείτο πολύ καιρό έξω από το ανύπαρκτο ψυγείο. Όλα άκρως χοληστερινούχα, αλλά αβλαβή για τον κόσμο εκείνο, που έκανε και καμιά νηστεία ηθελημένη ή αθέλητη και που τα έκαιγε στην καθημερινή βιοπάλη, αν του πέφτανε πολλά (πράγμα απίθανο) καμιά φορά.
Η συμπλήρωση της ετοιμασίας για την υποδοχή των Χριστουγέννων γινόταν με τα "φνοίτσια" και την "πλατσιέντα". Τα φνοίτσια δεν ήταν διαφορετικά από τα μελομακάρονα της άλλης Ελλάδας. Η διαφορά τους ήταν στο μέλωμα που γινόταν με βράσμα (πετιμέζι) και στο όνομα. "Φοινίκιον" ήταν ο καρπός του φοίνικα, ο χουρμάς, που ξεφλουδισμένος, ζαχαρωμένος και δίχως κουκούτσι έφτανε στις αγορές και ήταν μια απ' τις καλύτερες λιχουδιές. Το δικό μας γλύκισμα έμοιαζε στη γλύκα και στο σχήμα με τους χουρμάδες και το βγάλανε οι παλιοί μας φοινίκιον, και κατά το πολιχνιάτικο: φνοίτσ'. Η "πλιατσιέντα" πάλι ήταν αρχαίο γλύκισμα, ήταν ένας "πλακούς": πίττα-φύλλο ζύμης, τυλιγμένο, ζαρωμένο, με λίγα καρύδια και μελωμένο με βράσμα.
Τα γλυκά μας έδιετσ' τά 'βραμι, έδιετσ' τ' αφήσαμι. Οι γιατροί με τη χοληστερίνη τους και η εγκατάλειψη της παλιάς αγροτικής ζωής μάς έκαναν να απομακρύνουμε τα οικόσιτα ζώα απ' τα σπίτια μας. Όπου νά'ναι παρατάμε και τα γλυκά. Βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων. Το χωριό βουίζει. Οι μεγάλοι συμπληρώνουν τις ετοιμασίες και οι μικροί λένε τα κάλαντα. Στο χωριό μας τα κάλαντα τα λέγαμε το βράδυ, περιμέναμε να νυχτώσει για να βγουν οι παρέες στη γύρα.
- Ω θειά 'α τα πούμι;
- Πούτι τα, πούτι τα
Χριστός γεννάται σήμερον...
στούτο το σπίτι που 'ρθαμι πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει.
Με τέτοιες ευχές πώς να μη ραΐσει η καρδιά της νοικοκυράς, πώς να μην ενδώσει στις απαιτήσεις των καλαντάρηδων; Μια φούχτα σύκα, μια χούφτα τσίτσβα, μια χούφτα κουκούτσια και σπάνια κανένα μικρό νόμισμα. Όλα καλοδεχούμενα.
Το βράδυ μπροστά στο τζάκι ή γύρω στο μαγκάλι με την πυρήνα τα παιδιά και οι κοπέλες κάναμε τις μαντείες μας με υλικό τα φύλλα ελιάς. Απ' ένα κλαδάκι ελιάς, κόβαμε ένα φύλλο, το σαλιώναμε, κάναμε μέσα μας μια ευχή και το βάζαμε στη φωτιά λέγοντας τα λόγια: "Αν βγει αληθινό να πδήξ' τσι να βρουντήξ', αν είνι ψέματα, να μπζεί να μαραθεί, τσι στου φούρνου να καγεί". Το φύλλο βέβαια ανάλογα με τους χυμούς του, άλλη φορά εκτινασσόταν και άλλη φορά καιγόταν αδιαμαρτύρητα. Επειδή οι ευχές ήταν πολλές και οι επαναλήψεις απαραίτητες, μέχρι η μάντεψη να είναι ευνοϊκή, το παιχνίδι κρατούσε μέχρι να κοιμηθούμε, για να δούμε στον ύπνο μας κρεατόσουπες και πριτζόλες, μια σίγουρη μάντεψη για την αυριανή ημέρα.